ὑποτακτικῆς

ὑποτακτικῆς
ὑποτακτικός
post-positive
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • ιβύκειο — το (Α ἰβύκειον) νεοελλ. φρ. «ιβύκειο μέτρο» το μέτρο κατά το οποίο δύο δακτυλικές τετραποδίες συνάπτονται και αποτελούν μία δακτυλική οκταποδία, οπότε ο στίχος αποτελείται από οκτώ πόδες με σχήμα δακτύλου, ενώ ο τελευταίος είναι καταληκτικός στη… …   Dictionary of Greek

  • πάρσιμο — το 1. το να παίρνει κανείς κάτι 2. η άλωση («το πάρσιμο τής Πόλης») 3. το να καταστεί μια επιφάνεια μικρότερη με κόψιμο («το πάρσιμο τού μανικιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παρ τής υποτακτικής αορ. πάρω τού παίρνω + κατάλ. σιμο (πρβλ. φέρ σιμο)] …   Dictionary of Greek

  • πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • πιοτό — το / πιοτόν, ΝΜ κάθε υγρό που χρησιμεύει για πόση, ποτό και ιδίως οινοπνευματώδες νεοελλ. 1. οινοποσία 2. μεθύσι 3. έξη στην κατανάλωση οινοπνευματωδών, αλκοολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ποτόν, κατ επίδραση τής υποτακτικής αορ. (να, θα) πιω τού… …   Dictionary of Greek

  • πιόσιμο — το, Ν 1. η ενέργεια τού πίνω, η πόση 2. (με ειδική σημ.) η οινοποσία 3. η γεύση που προκαλείται από το ποτό («το κρασί δεν έχει καλό πιόσιμο» το κρασί δεν αφήνει ωραία γεύση στο στόμα) 4. ως επίθ. αυτό που μπορεί κανείς να πιει, το πόσιμο.… …   Dictionary of Greek

  • φιτρός — ὁ, Α 1. κορμός δέντρου 2. (στον Όμ.) κομμάτι ξύλου 3. δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φι τρός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhei /*bhī «χτυπώ» (πρβλ. αρμ. bir «κοντό και στρογγυλό ξύλο, κούτσουρο, ρόπαλο», καθώς και το… …   Dictionary of Greek

  • γερμανικές γλώσσες — Ομάδα ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οι οποίες με τη σύγκριση των κοινών χαρακτηριστικών τους επιτρέπουν την ανασυγκρότηση μιας κοινής γερμανικής, που αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ των γλωσσών αυτών και της ινδοευρωπαϊκής. Η κοινή αυτή γερμανική… …   Dictionary of Greek

  • Φίχτε, Γιόχαν Γκότλιμπ — (Fichte, Ραμενάου, Άνω Λουσατία 1762 – Βερολίνο 1814). Γερμανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στην Ιένα, στο Κένιξμπεργκ, στην Κοπεγχάγη και τέλος, από το 1810, στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Τα κυριότερα έργα του είναι: Θεμελιώδεις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • ανάγομαι — ανάγομαι, (να αναχθώ) βλ. πίν. 136 Σημειώσεις: ανάγομαι : σπάνια η χρήση του αορίστου συνήθως προτιμάται ο παρακείμενος (έχω αναχθεί) και οι τύποι της υποτακτικής (να αναχθώ κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”